κλισίην

κλισίην
κλισία
place for lying down
fem acc sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κλισία — κλισία, ιων. τ. κλισίη, ἡ (Α) 1. μέρος στο οποίο κάποιος αναπαύεται 2. (ειδ.) πρόχειρη κατοικία, καλύβα (α. «σταθμούς τε κλισίας τε κατηρεφέας ἰδὲ σηκούς», Ομ. Ιλ. β. «κλισίην Πηληιάδεω ἀφίκοντο ὑψηλήν» Ομ. Ιλ. γ. «πῡρ ἐν κλισίῃσι βαλόντες») 3.… …   Dictionary of Greek

  • κλισίηνδε — (Α) επίρρ. στην καλύβα ή προς αυτήν («ἕπεο, κλισίην δ ἴομεν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αιτ. εν. κλισίην + επιρρμ. κατάλ. δε, δηλωτική τής προς τόπον κινήσεως] …   Dictionary of Greek

  • ADRESTE — Helenae ancilla, Homer.Od. 4. v. 305. Ε᾿κ ῤ Ε῾λένη θαλάμοιο θυώδεος ὑψορόφοιο Η῎λυςεν, Α᾿ρτέμιδι χρυσηλαχάτῳ εἰκῆα. Τῇ δ᾿ αρ ἅμ᾿ Α᾿δρήςτη κλισίην ἐΰτυκτον ἔθηκεν. Α᾿λκίππη τε τάπητα φέρεν μαλακοῦ ἐρίοιο …   Hofmann J. Lexicon universale

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”